Εδίψα η γη κ` η φύσις για νερό
Κι ήτο η ζωή στην πάλη νικημένη.
Ηρθ` η βροχή, και δέντρο και φυτό
Στ` αγκάλιασμα της αναζή, ανασαίνει.
Και όμως εδώ, στη φλόγα πώχω εδώ,
Σε τούτην την καρδιά τη μαραμένη,
Μήτε στη γη, μηδέ στον ουρανό
Βρίσκω δροσιά, που πόνο ν` αναφραίνει.
Κι` αν αναπνέω κ` εγώ ζωής αέρα,
Μοιρολογώ την τύχη μου μονάχος,
Και βαριαναστενάζω απελπισμένος
Καθώς βαρειά βογγάει κούφιος βράχος,
Απ` αγριεμένα κύματα δαρμένος,
Ενώ στο πλάϊ λαλεί φλογέρα.