Το επάγγελμα του Βαρελά ή Βαρελοποιού ή Βαγενά το έμαθε λόγω της οικογενειακής επιχείρησης που είχαν οι πρόγονοί του, ο παππούς του Βαγγέλης και ο πατέρας του Αντώνης. Είχαν βαρελοποιείο στο Αργοστόλι, στη Σιτεμπόρων, το οποίο διατηρήθηκε περίπου έως το 1960. Έφτιαχναν όλα τα είδη των βαρελιών, κρασοβάρελα, σταφιδοβάρελα, σκίτσες, ορνέλες, τυροβάρελα, βουτσέλες, κάδους καρδάρες και άλλα.
Τα βαρέλια ποικίλουν στο ξύλο κατασκευής τους, ανάλογα για τη χρήση για την οποία τα προόριζαν. Για το κρασί και τα ποτά ήταν δρύινα, από οξιά για το τυρί, από κέδρο και έλατο ή πεύκο για το νερό.
Αστειεύεται ο μπάρμπας Σπύρος και κάθε τόσο ξεστομίζει την παροιμία: «Οι μπουτιέροι και οι γαϊδάροι, ένα μήνα έχουν τη χάρη», δηλαδή θέλει να πει πως το επάγγελμα του είναι εποχιακό. Ωστόσο, λέει τη γνώμη του για τα νέα βαρέλια που υπάρχουν στην αγορά, τα πλαστικά ότι είναι ανθυγιεινά λόγω που το πλαστικό φτιάχνεται από το πετρέλαιο. Ενώ, το ξύλινο βαρέλι κρατά δροσερό το κρασί.
Το επάγγελμα του βαρελοποιού, ωστόσο, εξαρτιόταν από την παραγωγή της κάθε χρονιάς σε σταφύλια. Είχε δε και συνεργασία με το σιδερά, ο οποίος του έφτιαχνε τα στεφάνια για να «δέσει» το βαρέλι του.
Πολλές σελίδες θα γιόμιζαν για να περιγράψουμε πως φτιάνεται ο κάθε τύπος διαφορετικού βαρελιού. Ένα βαρέλι αποτελείται από τις σανίδες του, τις λεγόμενες δούγες, που σχηματίζουν καμπυλωτό μέρος, το φούντι ή μπάζος, που είναι ο πάτος και τα στεφάνια. Τις δούγες τις έκαναν σχιστές, «τσεκουράτες», ποτέ με το πριόνι για να μην ανοίγουν τα αγγεία του και όταν μπει ο μούστος να τρέχει. Το σχήμα των βαρελιών ήταν κόλουρου κώνου, ώστε οι δούγες να κλειδώνουν στις στενά άκρα.
Την περιφέρεια του πάτου πελεκούσε με την ταλιαδούρα για να πάρει το πάχος που έχει γίνει με τη γραδωτή στο εσωτερικό τοίχωμα του βαρελιού. Από το μέγεθος του πάτου υπολόγιζε πόσο κρασί θα χωρούσε το βαρέλι.
Σειρά έχουν οι δούγες και η κατασκευή τους. Σε πολλά βαρελοποιεία οι δούγες, αλλά και άλλα υλικά για τα βαρέλια, «έρχονταν» έτοιμες από τη Σερβία, όπως στη βαρελοποιεία του Τρομπέτα στο Ληξούρι.
Με την ταλιαδούρα ή πελέκι ο τεχνίτης πελεκούσε τις δούγες στα τέσσερα σημεία τους, έως να πάρουν ένα σχήμα οβάλ, στενότερες στα κεφάλια και πλατύτερες στα άκρα. Έπειτα τις πήγαιναν στην πλάνη για να τις πλανιάρουν. Ο σκοπός ήταν να τις πλανιάρουν έτσι, ώστε όταν ήταν στη σειρά να εφάπτεται η μία δούγα με την άλλη και να μην αφήνουν κενά.
Ο βαρελοποιός έβρισκε, έφτιαχνε ή αγόραζε, κατάλληλα στεφάνια ανάλογα με το πάχος που ήθελε να έχει το βαρέλι. Κάθε στεφάνι έχει και το δικό του όνομα. Το πάνω που έμπαινε στο βαρέλι λεγόταν κεφαλάρι, το δεύτερο σεκόντο, το τρίτο φινταμέντο, και το τέταρτο βραέρι. αν έβαζαν και άλλα στεφάνια αυτά δεν είχαν όνομα. Βέβαια τα στεφάνια τοποθετούνται συμμετρικά.
Έχοντας ένα στεφάνι στην αρχή για να γίνει το στήσιμο, τοποθετούσαν την πρώτη δούγα, έπειτα δίπλα της την άλλη και συνέχιζαν να κολλούν τις δούγες ακολουθώντας το κυκλικό του στεφανιού. Έτσι συμπληρώνονταν ο γύρος του βαρελιού.
Στη συνέχεια τοποθετούσε το πρώτο στεφάνι, έπειτα το δεύτερο και ακολουθούσαν και τα άλλα. Με το πίσω μέρος του στεφανιού χτυπούσε τα στεφάνια για να πάρουν τη θέση τους.
Όταν έφτανε στο πάνω μέρος, πριν βάλει καλά το τελευταίο στεφάνι, έβαζε και τον άλλο πάτο και χτυπώντας το στεφάνι έσφιγγε, «δενόταν» το βαρέλι. Τώρα πλέον ήταν έτοιμο. Τελευταία, του έκανε μια τρύπα στο κάτω μέρος του μπάζου για να τοποθετήσει την κάνουλα. Στο πάνω μέρος από την κάνουλα άνοιγε το πύρο, που ήταν χρήσιμος για να δοκιμάζει το κρασί, χωρίς να ανοίγει το βαρέλι. Σε μια πλευρά του βαρελιού ανοιγόταν μια καλή τρύπα για να μπορεί να γεμίζει το βαρέλι.
Ακολουθεί η διαδικασία του καπακιού, του πάνω μέρους του βαρελιού, που ο τεχνίτης βαρελοποιός με το κουμπάσο θα διαιρέσει την περιφέρεια του αυλακιού του βαρελιού σε ίσα μέρη και με αυτή την ακτίνα θα φτιάξει το καπάκι. Το καπάκι, το πάνω φούντι, είναι φτιαγμένο από σανίδες που ενώνονται μεταξύ τους με δίμυτες πρόκες και είναι αυτό που θα εφαρμόσει απόλυτα και θα σφραγίζει το βαρέλι.
Για να πετύχει αυτή η διαδικασία με το φούντι, θα χρησιμοποιήσει ο βαρελάς κοκκινάβαρι, (χρώμα κόκκινο), για να σημαδέψει καλύτερα τα όρια και να κόψει ότι είναι περιττό, με το κατάλληλο πριόνι, το λεγόμενο ξεγυριστάρι.
Αυτά τα χρόνια, ο Σπύρος Βουτσινάς κάθεται και αναλογίζεται το παρελθόν, τα χρόνια τα δύσκολα, πως το επάγγελμά του πέρασε στη λήθη και χάθηκαν από το νησί μας οι βαρελάδες. Έμεινε τελευταίος για να μας θυμίζει όσα παλιά συνέβαιναν πριν λίγες δεκαετίες σε μια βιοποριστική πάλη για το μεροκάματο.