Ρίχνοντας μια ματιά στις περασμένες δεκαετίες, τότε που υπήρχαν περισσότεροι τσαγκάρηδες, έρχονται στο μυαλό μας εικόνες ανθρώπων βιοπαλαιστών, που σκυμμένοι πάνω σε έναν πάγκο γιομάτο εργαλεία, με μια ποδιά άσπρη να κρέμεται από το λαιμό με ένα κορδόνι και με χέρια πάντα απασχολημένα, επιδιόρθωναν παπούτσια.
Αυτός ήταν ο τσαγκάρη ή μπαλωματής, ο τεχνίτης δηλαδή που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Παλιά κάποιοι τσαγκάρηδες γύριζαν στις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για να τα επισκευάσουν. Αυτούς κυρίως ο λαός τους αποκαλούσε μπαλωματήδες.
Το τσαγκάρικο ή τσαγκαριό είχε στο κέντρο του έναν πάγκο με τα σύνεργά του. Ο πάγκος ήταν ένα ξύλινο μικρό τραπεζάκι, το οποίο ήταν χωρισμένο στις τέσσερις γωνίες με ξύλινο κορδόνι και σχημάτιζε τέσσερα τρίγωνα. Στα τρίγωνα αυτά ο τσαγκάρης είχε παπουτσόκαρφα διαφορετικών μεγεθών για τα παπούτσια. Γύρω γύρω από τον πάγκο κρέμονταν δερμάτινες θήκες, όπου μέσα υπήρχαν εργαλεία. Πάνω στον πάγκο είχε τα σφυριά και τα σφυράκια, βελόνες, σουβλιά, λίμες, γάντζο για το καλαπόδι, μανάτι (ακόνι για τις φαλτσέτες), τανάλιες μονταρίσματος και για τις πρόκες, φαλτσέτες (μακριές ατσάλινες λάμες για το κόψιμο των δερμάτων) ράσπες, κατσαμπρόκο, διάφορα σουβλιά (σπαθάτα και πατωτικά, τα οποία είναι εργαλεία με οξύ άκρο, που με αυτά ο τσαγκάρης ανοίγει τρύπες στα δέρματα), σακοράφες, και καλαπόδια, μεζούρα και ξυλόπροκες.
τους τοίχους του τσαγκάρικου, κρέμονταν τα ζευγάρια με τα καλαπόδια σε διαφορετικά νούμερα, για να ανοίγει ο τσαγκάρης τα παπούτσια τα οποία ήταν στενά ή τα χρησιμοποιούσε για καλούπια, όταν κατασκεύαζε ένα ζευγάρι παπούτσια καινούρια. Σε ένα άλλο πάγκο ή σκαντζιά υπήρχαν οι κόλλες, ο σπάγκος, το κερί για να κερώσουν το σπάγκο και λίγο πιο κει η ποδοκίνητη μηχανή του ραψίματος, για να ράβουν γρήγορα τα παπούτσια και η πατούνα (το αμόνι του τσαγκάρη) και το τρίποδο.
Πολλοί τσαγκάρηδες είχαν και βοηθούς, τα λεγόμενα τσιράκια ή παραγιοί, που κάθονταν δίπλα στον μάστορα για να μάθουν την τέχνη αυτή. Πρώτη τους δουλειά ήταν να κερώνουν τον σπάγκο και πολλές φορές να περνούν καρφιά εκεί που χρειάζονταν, έπειτα από υπόδειξη του μάστορα.
Οι τσαγκάρηδες έβαζαν τακούνια, σόλες και μπάλωναν με τον κερωμένο σπάγκο τα τρυπημένα παπούτσια. Για τα καινούρια παπούτσια έπαιρναν μέτρα του πελάτη, ο οποίος πατούσε σε ένα χοντρό χαρτί, και με ένα μολύβι ο τσαγκάρης του έπαιρνε τη στάμπα, δηλαδή το αποτύπωμα του πέλματος, το μάκρος, τα δάχτυλα, το πασάγιο, το κουτουπιέ.
«Τεχνίτης κιʼ ο μπαλωματής, και παρακαλεσμένος!»
Η παροιμία θέλει να μας πει πως κάθε τέχνη, ακόμη και η πιο μικρή, έχει την αξία της. Ενώ στην Παλική λένε:
«Του τσαγκάρη τα παιδιά γυρίζουνε με την πατούσα».
Είναι δηλαδή τέτοια η φόρτιση της εργασίας αυτής, όπου οι τσαγκάρηδες παραμελούν τον εαυτό τους και την οικογένεια τους. Φυσικά η παροιμία ισχύει για κάθε επάγγελμα.


Σώζεται ο κατάλογος των μελών της Συντεχνίας των Τσαγκαράδων Ληξουρίου από τη δεκαετία του 1910 και μετά. Επίσης, κάποιοι τσαγκάρηδες του Ληξουρίου συνεργάζονταν με τη Βαλλιάνειο Επαγγελματική Σχολή για την επιδιόρθωση των υποδημάτων των παιδιών της Πρόνοιας. Ακολουθεί τμήμα καταλόγου- για λόγους χωρητικότητας- από ονοματεπώνυμα των τελευταίων τσαγκάρηδων του Ληξουρίου, από το 1935 έως και το 1990.
Γεράσιμος Αντωνίου Πασχάλης - Κάρλος
Γεράσιμος Σπυρίδωνος Πασχάλης - Κάρλος
Σπύρος Νικολάου Κουλουμπής - Λαρδής
Μηνάς Σταύρος Αλεξανδράτος
Σταύρος Δημητρίου Λογαράς
Νίκανδρος Λογαράς
Νικόλας Κονταρίνης
Παναγής Κούρτελης
Χαράλαμπος Τούλιος
Αντώνης Κοντομίχαλος
Γεράσιμος Ζαγορίτης -Τζιογέλης
Κωνσταντίνος Μεσσάρης
Μικέλης Ντάντε
Χαράλαμπος Άτσαρος
Παναγής Σταματελέτος
Παναγής Μουρελάτος – Τσαγκαρέλης
Ανδρέας Φαμπρίτσης
Ζήσιμος Κονταρίνης
Γιάννης Γοργορίνης
Διονύσης Περδίκης - Στραβομουσούδας
Σάββας Περδίκης
Γεράσιμος Μηνιάτης – Κατσάνης
Σταθάκης Αλεξανδράτος
Νικόλαος Μακρής-Ζόλος
Κομητόπουλος Βασιλείου Νικόλαος
Κομητόπουλος Διονύσης